- κακόφωνος
- -η, -οαυτός που έχει κακή φωνή: Δεν κάνεις για τραγουδιστής, γιατί είσαι κακόφωνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακόφωνος — ill sounding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόφωνος — η, ο (AM κακόφωνος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη φωνή 2. (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, δυσάρεστος στην ακοή, κακόηχος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφωνον η κακοφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κακοφωνότερον — κακόφωνος ill sounding adverbial comp κακόφωνος ill sounding masc acc comp sg κακόφωνος ill sounding neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφωνοτάτων — κακόφωνος ill sounding fem gen superl pl κακόφωνος ill sounding masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφώνως — κακόφωνος ill sounding adverbial κακόφωνος ill sounding masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόφωνον — κακόφωνος ill sounding masc/fem acc sg κακόφωνος ill sounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφωνότερα — κακόφωνος ill sounding neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφωνότεροι — κακόφωνος ill sounding masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφώνοις — κακόφωνος ill sounding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφώνου — κακόφωνος ill sounding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)